γνωρίζω Verb (0) |
συστήνω Verb (0) |
ανακοινώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Deutsche Synonyme |
---|
verlautbaren lassen |
(öffentlich) bekannt geben |
vermelden |
proklamieren |
kundgeben |
bekannt machen |
ausrufen |
mitteilen (lassen) |
öffentlich bekannt machen |
publikmachen |
zu Kund und Wissen tun |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | γνωρίζω | γνωρίζουμε, γνωρίζομε | γνωρίζομαι | γνωριζόμαστε |
γνωρίζεις | γνωρίζετε | γνωρίζεσαι | γνωρίζεστε, γνωριζόσαστε | ||
γνωρίζει | γνωρίζουν(ε) | γνωρίζεται | γνωρίζονται | ||
Imper fekt | γνώριζα | γνωρίζαμε | γνωριζόμουν(α) | γνωριζόμαστε, γνωριζόμασταν | |
γνώριζες | γνωρίζατε | γνωριζόσουν(α) | γνωριζόσαστε, γνωριζόσασταν | ||
γνώριζε | γνώριζαν, γνωρίζαν(ε) | γνωριζόταν(ε) | γνωρίζονταν, γνωριζόντανε, γνωριζόντουσαν | ||
Aorist | γνώρισα | γνωρίσαμε | γνωρίστηκα | γνωριστήκαμε | |
γνώρισες | γνωρίσατε | γνωρίστηκες | γνωριστήκατε | ||
γνώρισε | γνώρισαν, γνωρίσαν(ε) | γνωρίστηκε | γνωρίστηκαν, γνωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω γνωρίσει | έχουμε γνωρίσει | έχω γνωριστεί | έχουμε γνωριστεί | |
έχεις γνωρίσει | έχετε γνωρίσει | έχεις γνωριστεί | έχετε γνωριστεί | ||
έχει γνωρίσει | έχουν γνωρίσει | έχει γνωριστεί | έχουν γνωριστεί | ||
Plu per fekt | είχα γνωρίσει | είχαμε γνωρίσει | είχα γνωριστεί | είχαμε γνωριστεί | |
είχες γνωρίσει | είχατε γνωρίσει | είχες γνωριστεί | είχατε γνωριστεί | ||
είχε γνωρίσει | είχαν γνωρίσει | είχε γνωριστεί | είχαν γνωριστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα γνωρίζω | θα γνωρίζουμε, | θα γνωρίζομαι | θα γνωριζόμαστε | |
θα γνωρίζεις | θα γνωρίζετε | θα γνωρίζεσαι | θα γνωρίζεστε, | ||
θα γνωρίζει | θα γνωρίζουν(ε) | θα γνωρίζεται | θα γνωρίζονται | ||
Fut ur | θα γνωρίσω | θα γνωρίσουμε, | θα γνωριστώ | θα γνωριστούμε | |
θα γνωρίσεις | θα γνωρίσετε | θα γνωριστείς | θα γνωριστείτε | ||
θα γνωρίσει | θα γνωρίσουν(ε) | θα γνωριστεί | θα γνωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να γνωρίζω | να γνωρίζουμε, | να γνωρίζομαι | να γνωριζόμαστε |
να γνωρίζεις | να γνωρίζετε | να γνωρίζεσαι | να γνωρίζεστε, | ||
να γνωρίζει | να γνωρίζουν(ε) | να γνωρίζεται | να γνωρίζονται | ||
Aorist | να γνωρίσω | να γνωρίσουμε, | να γνωριστώ | να γνωριστούμε | |
να γνωρίσεις | να γνωρίσετε | να γνωριστείς | να γνωριστείτε | ||
να γνωρίσει | να γνωρίσουν(ε) | να γνωριστεί | να γνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω γνωρίσει | να έχουμε γνωρίσει | να έχω γνωριστεί | να έχουμε γνωριστεί | |
να έχεις γνωρίσει | να έχετε γνωρίσει | να έχεις γνωριστεί | να έχετε γνωριστεί | ||
να έχει γνωρίσει | να έχουν γνωρίσει | να έχει γνωριστεί | να έχουν γνωριστεί | ||
Imper ativ | Pres | γνώριζε | γνωρίζετε | γνωρίζεστε | |
Aorist | γνώρισε | γνωρίστε | γνωρίσου | γνωριστείτε | |
Part izip | Pres | γνωρίζοντας | γνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας γνωρίσει | ||||
Infin | Aorist | γνωρίσει | γνωριστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συστήνω, sunisto61">συνιστώ | συστήνουμε, συστήνομε | συστήνομαι | συστηνόμαστε |
συστήνεις | συστήνετε | συστήνεσαι | συστήνεστε, συστηνόσαστε | ||
συστήνει | συστήνουν(ε) | συστήνεται | συστήνονται | ||
Imper fekt | σύστηνα | συστήναμε | συστηνόμουν(α) | συστηνόμαστε, συστηνόμασταν | |
σύστηνες | συστήνατε | συστηνόσουν(α) | συστηνόσαστε, συστηνόσασταν | ||
σύστηνε | σύστηναν, συστήναν(ε) | συστηνόταν(ε) | συστήνονταν, συστηνόντανε, συστηνόντουσαν | ||
Aorist | σύστησα | συστήσαμε | συστήθηκα | συστηθήκαμε | |
σύστησες | συστήσατε | συστήθηκες | συστηθήκατε | ||
σύστησε | σύστησαν, συστήσαν(ε) | συστήθηκε | συστήθηκαν, συστηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συστήνω | θα συστήνουμε, θα συστήνομε | θα συστήνομαι | θα συστηνόμαστε | |
θα συστήνεις | θα συστήνετε | θα συστήνεσαι | θα συστήνεστε, | ||
θα συστήνει | θα συστήνουν(ε) | θα συστήνεται | θα συστήνονται | ||
Fut ur | θα συστήσω | θα συστήσουμε | θα συστηθώ | θα συστηθούμε | |
θα συστήσεις | θα συστήσετε | θα συστηθείς | θα συστηθείτε | ||
θα συστήσει | θα συστήσουν | θα συστηθεί | θα συστηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συστήνω | να συστήνουμε | να συστήνομαι | να συστηνόμαστε |
να συστήνεις | να συστήνετε | να συστήνεσαι | να συστήνεστε, | ||
να συστήνει | να συστήνουν | να συστήνεται | να συστήνονται | ||
Aorist | να συστήσω | να συστήσουμε | να συστηθώ | να συστηθούμε | |
να συστήσεις | να συστήσετε | να συστηθείς | να συστηθείτε | ||
να συστήσει | να συστήσουν | να συστηθεί | να συστηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συστήνε | συστήνετε | συστήνεστε | |
Aorist | συστήσε | συστήστε, συστήσετε | συστήσου | συστηθείτε | |
Part izip | Pres | συστήνοντας | |||
Perf | έχοντας συστήσει, έχοντας συστημένο | συστημένος, -η, -ο | συστημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συστήσει | συστηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακοινώνω | ανακοινώνουμε, ανακοινώνομε | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμαστε |
ανακοινώνεις | ανακοινώνετε | ανακοινώνεσαι | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ||
ανακοινώνει | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώνεται | ανακοινώνονται | ||
Imper fekt | ανακοίνωνα | ανακοινώναμε | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινωνόμαστε, ανακοινωνόμασταν | |
ανακοίνωνες | ανακοινώνατε | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινωνόσαστε, ανακοινωνόσασταν | ||
ανακοίνωνε | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώνονταν, ανακοινωνόντανε, ανακοινωνόντουσαν | ||
Aorist | ανακοίνωσα | ανακοινώσαμε | ανακοινώθηκα | ανακοινωθήκαμε | |
ανακοίνωσες | ανακοινώσατε | ανακοινώθηκες | ανακοινωθήκατε | ||
ανακοίνωσε | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώθηκε | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακοινώσει έχω ανακοινωμένο | έχουμε ανακοινώσει έχουμε ανακοινωμένο | έχω ανακοινωθεί είμαι ανακοινωμένος, -η | έχουμε ανακοινωθεί είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
έχεις ανακοινώσει έχεις ανακοινωμένο | έχετε ανακοινώσει έχετε ανακοινωμένο | έχεις ανακοινωθεί είσαι ανακοινωμένος, -η | έχετε ανακοινωθεί είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
έχει ανακοινώσει έχει ανακοινωμένο | έχουν ανακοινώσει έχουν ανακοινωμένο | έχει ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | έχουν ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακοινώσει είχα ανακοινωμένο | είχαμε ανακοινώσει είχαμε ανακοινωμένο | είχα ανακοινωθεί ήμουν ανακοινωμένος, -η | είχαμε ανακοινωθεί ήμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
είχες ανακοινώσει είχες ανακοινωμένο | είχατε ανακοινώσει είχατε ανακοινωμένο | είχες ανακοινωθεί ήσουν ανακοινωμένος, -η | είχατε ανακοινωθεί ήσαστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
είχε ανακοινώσει είχε ανακοινωμένο | είχαν ανακοινώσει είχαν ανακοινωμένο | είχε ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένος, -η, -ο | είχαν ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακοινώνω | θα ανακοινώνουμε, θα ανακοινώνομε | θα ανακοινώνομαι | θα ανακοινωνόμαστε | |
θα ανακοινώνεις | θα ανακοινώνετε | θα ανακοινώνεσαι | θα ανακοινώνεστε, θα ανακοινωνόσαστε | ||
θα ανακοινώνει | θα ανακοινώνουν(ε) | θα ανακοινώνεται | θα ανακοινώνονται | ||
Fut ur | θα ανακοινώσω | θα ανακοινώσουμε, θα ανακοινώσομε | θα ανακοινωθώ | θα ανακοινωθούμε | |
θα ανακοινώσεις | θα ανακοινώσετε | θα ανακοινωθείς | θα ανακοινωθείτε | ||
θα ανακοινώσει | θα ανακοινώσουν | θα ανακοινωθεί | θα ανακοινωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακοινώσει θα έχω ανακοινωμένο | θα έχουμε ανακοινώσει θα έχουμε ανακοινωμένο | θα έχω ανακοινωθεί θα είμαι ανακοινωμένος, -η | θα έχουμε ανακοινωθεί θα είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακοινώσει θα έχεις ανακοινωμένο | θα έχετε ανακοινώσει θα έχετε ανακοινωμένο | θα έχεις ανακοινωθεί θα είσαι ανακοινωμένος, -η | θα έχετε ανακοινωθεί θα είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακοινώσει θα έχει ανακοινωμένο | θα έχουν ανακοινώσει θα έχουν ανακοινωμένο | θα έχει ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακοινώνω | να ανακοινώνουμε, να ανακοινώνομε | να ανακοινώνομαι | να ανακοινωνόμαστε |
να ανακοινώνεις | να ανακοινώνετε | να ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεστε, να ανακοινωνόσαστε | ||
να ανακοινώνει | να ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνεται | να ανακοινώνονται | ||
Aorist | να ανακοινώσω | να ανακοινώσουμε, να ανακοινώσομε | να ανακοινωθώ | να ανακοινωθούμε | |
να ανακοινώσεις | να ανακοινώσετε | να ανακοινωθείς | να ανακοινωθείτε | ||
να ανακοινώσει | να ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινωθεί | να ανακοινωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακοινώσει να έχω ανακοινωμένο | να έχουμε ανακοινώσει να έχουμε ανακοινωμένο | να έχω ανακοινωθεί να είμαι ανακοινωμένος, -η | να έχουμε ανακοινωθεί να είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
να έχεις ανακοινώσει να έχεις ανακοινωμένο | να έχετε ανακοινώσει να έχετε ανακοινωμένο | να έχεις ανακοινωθεί να είσαι ανακοινωμένος, -η | να έχετε ανακοινωθεί να είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
να έχει ανακοινώσει να έχει ανακοινωμένο | να έχουν ανακοινώσει να έχουν ανακοινωμένο | να έχει ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | να έχουν ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακοίνωνε | ανακοινώνετε | ανακοινώνεστε | |
Aorist | ανακοίνωσε | ανακοινώσετε, ανακοινώστε | ανακοινώσου | ανακοινωθείτε | |
Part izip | Pres | ανακοινώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανακοινώσει, έχοντας ανακοινωμένο | ανακοινωμένος, -η, -ο | ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακοινώσει | ανακοινωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.